- μάρπτει
- μάρπτωtake hold ofpres ind mp 2nd sgμάρπτωtake hold ofpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάρπτω — (Α) 1. συλλαμβάνω, αρπάζω, πιάνω (α. «μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ ἄντυγος», Ευρ. β. «αὐτίχ ἕνα μάρψας ἑτάρων», Ομ. Οδ.) 2. πλήττω, χτυπώ («μάρψω δ αὖ τόξοις», Ευρ.) 3. (για ψήφο) καταδικάζω («εἴ σε μάρψει ψῆφος», Αισχύλ.) 4. (για ύπνο) καταλαμβάνω … Dictionary of Greek